- ανάποδος
- -η, -ο1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος4. (για πρόσωπα) κακότροπος, δύστροπος, στριφνός5. ανόητος6. το αρσ. ως ουσ. ο ανάποδοςσύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, μικρόσωμος δαίμονας που παρευρίσκεται παντού όπου υπάρχει συγκέντρωση ανθρώπων, εισχωρεί στην κοιλιά αυτού που χασμουριέται ή που πίνει νερό όταν κάποιος βλαστημήσει και τού πίνει το αίμα7. το θηλ. ως ουσ. η ανάποδηα) (ενν. μεριά) (συνήθως για υφάσματα και ρούχα) η πίσω, η αντίστροφη όψη ενός πράγματος σε αντίθεση προς την εξωτερική ή μπροστινήβ) ράπισμα, χτύπημα με την ανάστροφη τής παλάμης8. φρ. «ανάποδος χρόνος», δύστροπος, στριφνός«ανάποδος χρόνος, δεκατρείς μήνες», ο χρόνος τής δυστυχίας φαίνεται μεγαλύτερος από ό,τι πραγματικά είναιλέγεται επίσης για κακές περιστάσεις. Στη φρ. σημ. έχει και ο αριθμός δεκατρείς που θεωρείται άτυχος«απ’ την ανάποδη», ποτέ, ουδέποτε«δεν έχει ούτε ορθή ούτε ανάποδη», γι’ αυτόν που δύσκολα συμφωνεί με τους άλλους ή που έχει άστατο χαρακτήρα«δεν μέ ξέρεις από την ανάποδη», δεν ξέρεις ποιός είμαι όταν οργιστώ (απειλή)«είναι στην (στις) ανάποδη (-ές) του», για τον κακόκεφο, τον δύσθυμο«θα σού τά πω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη», θα σού πω την αλήθεια όσο κι αν σού είναι δυσάρεστη«κακός, ψυχρός κι ανάποδος», λέγεται για ανεπιθύμητες ή αντίξοες καταστάσεις και πρόσωπα«μού έρχεται ανάποδα», δεν μού είναι βολικό«τά βλέπει (τα πράγματα) ανάποδα (ή απ’ την ανάποδη)», δεν τά αντιλαμβάνεται σωστά«την κακή σου και την ανάποδη σου» (ενν. ημέρα ή ώρα), κατάρα«τό παίρνω απ’ την ανάποδη», παρεξηγώ κάτι«τού έδωσα ανάποδη», τόν χτύπησα στο πρόσωπο με την ανάστροφη τής παλάμης«τού ήρθε ανάποδο (το πράγμα)», τόν δυσαρέστησε, τού κακοφάνηκε9. επίρρ. ανάποδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + πόδι.ΠΑΡ. αναποδιά, αναποδιάζω, αναποδίζω (ΙΙ).ΣΥΝΘ. ανάποδο-χρησιμοποιείται ως α΄ συνθ. σε νεοελλ. σύνθετα ονόματα και ρήματα με τη σημασία τού «ανάποδα, ανεστραμμένα» ή με τη σημασία τής «δυστυχίας»: αναποδοβολώ, αναποδογυρίζω, αναποδοκαημένος, αναποδοκάραβο, αναποδόλογο, αναποδοσαράντισμα, αναποδοφωτιά, αναποδοχεριά].
Dictionary of Greek. 2013.